ΕΝΝΕΑ
Έριξε μια ματιά γύρω του.Το μάτι του έφυγε από το συνονθύλευμα των γυναικείων κορμιών και σταμάτησε στο κατάλευκο ταβάνι.
«Λευκό,λευκό»,ψιθύρισε.
Θυμήθηκε εκείνο το σκηνικό με το χιονάνθρωπο έξω από το εφηβικό του δωμάτιο.Το ξύλο που χε «παίξει» όταν κάποια από τα πιτσιρίκια της γειτονιάς μετακίνησαν το καρότο που ο ίδιος είχε βάλει για μύτη,πιο χαμηλά,αντί για φαλλό.Που πήγε αυτή η αθωότητα;Κάποια στιγμή στο παρελθόν,νόμισε πως έκανε λάθος.Πως οι χιονάνθρωποι δεν έχουν όργανα γιατί ζουν στα παραμύθια.«Εδώ είναι real life η φάση»,του χε πει ο πατέρας του.«Γαμάς και στρίβεις».Και είχε συμμεριστεί την άποψή του.Μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Άτιμο χρώμα το λευκό.Οι Εσκιμώοι έχουν επινοήσει δεκάδες λέξεις για τη πάρτι του.Ότι θέλει κάνει το λευκό.Σε προκαλεί να το εξαφανίσεις,μα ότι και να κάνεις στο τέλος είναι πάντα εκεί.Μ όσα χρώματα και να το σκεπάσεις,θα είναι πάντα από κάτω,να σου θυμίζει το αρχέτυπο.
Τι κάνει εκεί λοιπόν;Είναι ερωτευμένος με δυο γυναίκες;Πως γίνεται;Πως γίνεται να τις σκίζει και τις δύο,μαζί όμως με το τελευταίο απομεινάρι της καρδιάς του;
Έπεσε στα γόνατα και ξέσπασε σε λυγμούς.Δε θυμάται πόσα χρόνια είχε να κλάψει.Οι γυναίκες σάστισαν.Κοίταξαν η μία την άλλη απορώντας.Τι σκατά συνέβη και καταστράφηκε ένα τέτοιο γαμήσι;Αυτό το βλέμμα,έτσι το μετέφρασε εκείνος.Όχι πως οι γυναίκες είναι οι κακές της φάσης.Δε το πίστεψε ποτέ αυτό.Κι ούτε έμαθε ποτέ του να ξεχωρίζει τους ανθρώπους σε άντρες,γυναίκες κλπ.Απλά ήξερε καλά πως από το κάθε άνθρωπο μπορείς να πάρεις μόνο αυτό που θέλει να σου δώσει.Και κατά τα φαινόμενα εκείνες θέλαν μόνο μερικά σκληρά,επικά γαμήσια.
Μείναν μισόγυμνοι και βουβοί για ώρα.Η Μαρία τύλιξε ένα σεντόνι στο κορμί της.Η Μίνι έμεινε με τα εσώρουχα.Εκείνος είχε ντυθεί.
«Δε μπορώ να συνεχίσω» είπε.«Είναι πολύ ψεύτικο για να ναι και αληθινό ταυτόχρονα.Είμαι μπερδεμένος.Σας θέλω και τις δύο.Σας θέλω για απόψε και για πάντα.Τόσο μαλάκας είμαι.Ντρέπομαι που ζητάω κάτι που προφανώς θα αρνηθείτε,γιατί δεν είστε υποχρεωμένες να το δώσετε».
Έστριψε ένα τσιγάρο.Κοίταξε τη Μίνι με τα κατακόκκινα μάτια του.Εκείνη απέφυγε να διασταυρώσει το βλέμμα της μαζί του.
«Ο τύπος χρήζει ψυχανάλυσης»,σκέφτηκε.
Εκείνος,σα να συμπέρανε τη γνώμη της,έστρεψε το βλέμμα του στη Μαρία.
«Καιρός να τη κάνω»,της είπε.Έτσι είναι καλύτερα για όλους μας.Ότι έγινε έγινε.Δε μετανιώνω που θα αργήσω να το ξεχάσω».
«Δε θα πας πουθενά στη κατάσταση που είσαι»,του απάντησε.«Θα μείνεις εδώ μέχρι να ξεκαθαρίσει η φάση».
«Όχι,είναι καλύτερα να μείνω σε ένα ξενοδοχείο για λίγο»,αποκρίθηκε εκείνος.«Έτσι είναι καλύτερα για όλους.Πείτε μου μόνο,περιμένω μια απάντηση η έναν αποχωρισμό;».
«Απάντηση σε τι;Θεέ μου είσαι τρελός!» πετάχτηκε η Μίνι.
«Αυτό λέω κι εγώ»,συνέχισε αυτός,«δεν εξηγείτε πως αλλιώς νοιώθω τόσο εξαρτημένος από το πνεύμα και των δυο σας».
Ανασηκώθηκε και μάζεψε βιαστικά τα πράγματά του.Στάθηκε στο κατώφλι της πόρτας για να της χαιρετίσει.
«Δε ξέρω αν είναι για τώρα η για πάντα.Αν λέμε «αντίο» η «εις το επανιδείν».Μπορεί να μαι λούζερ,μπορεί απλά ρομαντικός.Θα σας πω μόνο πως υπάρχουν άνθρωποι που λειτουργούν με δικαιολογίες κι άνθρωποι που λειτουργούν με αποφάσεις.Διαλέξτε επιτέλους σε ποια μερίδα ανήκετε.Θα περιμένω και θα προσεύχομαι στο Θεό των αποφάσεων για όσο χρειαστεί.Δε ξέρω αν θα τα καταφέρουμε και τι σκατά είναι αυτό που προσπαθούμε να καταφέρουμε πάλι δε ξέρω.Ξέρω όμως πως αν δε δοκιμάσουμε δε θα το μάθουμε ποτέ.Και δε μας αξίζει.Εραστές η ερωτευμένοι...ότι και να παίζει,δε μας αξίζει».
Η Μίνι τον φίλησε και γύρισε τη πλάτη.Η Μαρία τον αγκάλιασε και άφησε να κυλήσουν στα τοιχώματα του αυτιού του ψιθυριστά οι εξής φθόγγοι:
«ΕΙΣ ΤΟ ΕΠΑΝΙΔΕΙΝ»...
Κατέβηκε τις σκάλες μισός λυτρωμένος.Ήξερε πως αυτό που ζητάει πρώτα από τα κορίτσια κι έπειτα από τον εαυτό του,ήταν τουλάχιστο υπερβολικό και παράλογο.
Πέρασε βιαστικός ανάμεσα από ένα σμήνος περιστέρια κι άρχισε να πατάει ψυχαναγκαστικά τις πλάκες του πεζοδρομίου στο κέντρο,προσπαθώντας να αποφύγει τους αρμούς,τα σημεία δηλαδή που τις ενώνουν,μία προς μία.
«Γαμώτο τι τρέλα»,σκέφτηκε«τι τρέλα»;
(Συνεχίζεται)
Έριξε μια ματιά γύρω του.Το μάτι του έφυγε από το συνονθύλευμα των γυναικείων κορμιών και σταμάτησε στο κατάλευκο ταβάνι.
«Λευκό,λευκό»,ψιθύρισε.
Θυμήθηκε εκείνο το σκηνικό με το χιονάνθρωπο έξω από το εφηβικό του δωμάτιο.Το ξύλο που χε «παίξει» όταν κάποια από τα πιτσιρίκια της γειτονιάς μετακίνησαν το καρότο που ο ίδιος είχε βάλει για μύτη,πιο χαμηλά,αντί για φαλλό.Που πήγε αυτή η αθωότητα;Κάποια στιγμή στο παρελθόν,νόμισε πως έκανε λάθος.Πως οι χιονάνθρωποι δεν έχουν όργανα γιατί ζουν στα παραμύθια.«Εδώ είναι real life η φάση»,του χε πει ο πατέρας του.«Γαμάς και στρίβεις».Και είχε συμμεριστεί την άποψή του.Μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Άτιμο χρώμα το λευκό.Οι Εσκιμώοι έχουν επινοήσει δεκάδες λέξεις για τη πάρτι του.Ότι θέλει κάνει το λευκό.Σε προκαλεί να το εξαφανίσεις,μα ότι και να κάνεις στο τέλος είναι πάντα εκεί.Μ όσα χρώματα και να το σκεπάσεις,θα είναι πάντα από κάτω,να σου θυμίζει το αρχέτυπο.
Τι κάνει εκεί λοιπόν;Είναι ερωτευμένος με δυο γυναίκες;Πως γίνεται;Πως γίνεται να τις σκίζει και τις δύο,μαζί όμως με το τελευταίο απομεινάρι της καρδιάς του;
Έπεσε στα γόνατα και ξέσπασε σε λυγμούς.Δε θυμάται πόσα χρόνια είχε να κλάψει.Οι γυναίκες σάστισαν.Κοίταξαν η μία την άλλη απορώντας.Τι σκατά συνέβη και καταστράφηκε ένα τέτοιο γαμήσι;Αυτό το βλέμμα,έτσι το μετέφρασε εκείνος.Όχι πως οι γυναίκες είναι οι κακές της φάσης.Δε το πίστεψε ποτέ αυτό.Κι ούτε έμαθε ποτέ του να ξεχωρίζει τους ανθρώπους σε άντρες,γυναίκες κλπ.Απλά ήξερε καλά πως από το κάθε άνθρωπο μπορείς να πάρεις μόνο αυτό που θέλει να σου δώσει.Και κατά τα φαινόμενα εκείνες θέλαν μόνο μερικά σκληρά,επικά γαμήσια.
Μείναν μισόγυμνοι και βουβοί για ώρα.Η Μαρία τύλιξε ένα σεντόνι στο κορμί της.Η Μίνι έμεινε με τα εσώρουχα.Εκείνος είχε ντυθεί.
«Δε μπορώ να συνεχίσω» είπε.«Είναι πολύ ψεύτικο για να ναι και αληθινό ταυτόχρονα.Είμαι μπερδεμένος.Σας θέλω και τις δύο.Σας θέλω για απόψε και για πάντα.Τόσο μαλάκας είμαι.Ντρέπομαι που ζητάω κάτι που προφανώς θα αρνηθείτε,γιατί δεν είστε υποχρεωμένες να το δώσετε».
Έστριψε ένα τσιγάρο.Κοίταξε τη Μίνι με τα κατακόκκινα μάτια του.Εκείνη απέφυγε να διασταυρώσει το βλέμμα της μαζί του.
«Ο τύπος χρήζει ψυχανάλυσης»,σκέφτηκε.
Εκείνος,σα να συμπέρανε τη γνώμη της,έστρεψε το βλέμμα του στη Μαρία.
«Καιρός να τη κάνω»,της είπε.Έτσι είναι καλύτερα για όλους μας.Ότι έγινε έγινε.Δε μετανιώνω που θα αργήσω να το ξεχάσω».
«Δε θα πας πουθενά στη κατάσταση που είσαι»,του απάντησε.«Θα μείνεις εδώ μέχρι να ξεκαθαρίσει η φάση».
«Όχι,είναι καλύτερα να μείνω σε ένα ξενοδοχείο για λίγο»,αποκρίθηκε εκείνος.«Έτσι είναι καλύτερα για όλους.Πείτε μου μόνο,περιμένω μια απάντηση η έναν αποχωρισμό;».
«Απάντηση σε τι;Θεέ μου είσαι τρελός!» πετάχτηκε η Μίνι.
«Αυτό λέω κι εγώ»,συνέχισε αυτός,«δεν εξηγείτε πως αλλιώς νοιώθω τόσο εξαρτημένος από το πνεύμα και των δυο σας».
Ανασηκώθηκε και μάζεψε βιαστικά τα πράγματά του.Στάθηκε στο κατώφλι της πόρτας για να της χαιρετίσει.
«Δε ξέρω αν είναι για τώρα η για πάντα.Αν λέμε «αντίο» η «εις το επανιδείν».Μπορεί να μαι λούζερ,μπορεί απλά ρομαντικός.Θα σας πω μόνο πως υπάρχουν άνθρωποι που λειτουργούν με δικαιολογίες κι άνθρωποι που λειτουργούν με αποφάσεις.Διαλέξτε επιτέλους σε ποια μερίδα ανήκετε.Θα περιμένω και θα προσεύχομαι στο Θεό των αποφάσεων για όσο χρειαστεί.Δε ξέρω αν θα τα καταφέρουμε και τι σκατά είναι αυτό που προσπαθούμε να καταφέρουμε πάλι δε ξέρω.Ξέρω όμως πως αν δε δοκιμάσουμε δε θα το μάθουμε ποτέ.Και δε μας αξίζει.Εραστές η ερωτευμένοι...ότι και να παίζει,δε μας αξίζει».
Η Μίνι τον φίλησε και γύρισε τη πλάτη.Η Μαρία τον αγκάλιασε και άφησε να κυλήσουν στα τοιχώματα του αυτιού του ψιθυριστά οι εξής φθόγγοι:
«ΕΙΣ ΤΟ ΕΠΑΝΙΔΕΙΝ»...
Κατέβηκε τις σκάλες μισός λυτρωμένος.Ήξερε πως αυτό που ζητάει πρώτα από τα κορίτσια κι έπειτα από τον εαυτό του,ήταν τουλάχιστο υπερβολικό και παράλογο.
Πέρασε βιαστικός ανάμεσα από ένα σμήνος περιστέρια κι άρχισε να πατάει ψυχαναγκαστικά τις πλάκες του πεζοδρομίου στο κέντρο,προσπαθώντας να αποφύγει τους αρμούς,τα σημεία δηλαδή που τις ενώνουν,μία προς μία.
«Γαμώτο τι τρέλα»,σκέφτηκε«τι τρέλα»;
(Συνεχίζεται)